ἐσκάλευσα

ἐσκάλευσα
σκαλεύω
stir
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκαλεύω — ΝΜΑ ανακινώ κάτι χρησιμοποιώντας εργαλείο ή με τα χέρια μου, ξύνω, σκαλίζω («σκαλεύειν τὰ ὦτα», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. επιδιώκω να εξιχνιάσω κάτι αρχ. 1. ανασκαλεύω τη φωτιά («σκαλεύοντ ἄνθρακας», Αριστοφ.) 2. (ιδίως για όρνιθες) ανασκάπτω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”